- μεγαλόσωμος
- η , ο [ος , ον ] 1. крупный, рослый;2. (ο ) великан, исполин, гигант; детина (разг )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεγαλόσωμος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλόσωμος — η, ο (Α μεγαλόσωμος, ον) αυτός που έχει ογκώδες και ψηλό σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + σῶμα (πρβλ. υψηλό σωμος) σχηματισμένο από το θ. τής ονομ. αντί μεγαλοσώματος] … Dictionary of Greek
μεγαλόσωμος — η, ο αυτός που έχει σώμα μεγάλων διαστάσεων, ο εύσωμος: Γέννησε μεγαλόσωμα παιδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεγαλόσωμον — μεγαλόσωμος masc/fem acc sg μεγαλόσωμος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλόσωμοι — μεγαλόσωμος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρίο — και θεριό, το (ΑΜ θηρίον) 1. άγριο ζώο, αγρίμι 2. μτφ. για πρόσ. άσπλαχνος, σκληρόκαρδος, ωμός, σκληρός, απάνθρωπος (α. «αυτός είναι θηρίο ανήμερο» β. «ώ δειλότατον συ θηρίον», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. μτφ. (για μεγαλόσωμο άνθρωπο και για ασθενή που… … Dictionary of Greek
πουφίνος — Όνομα διαφόρων στεγανόποδων πτηνών της τάξης των προκελαριόμορφων. Οι π. χαρακτηρίζονται είτε από την κερατίνη επένδυση, χωρισμένη σε πολλά τμήματα με την οποία είναι εφοδιασμένη η πάνω γνάθος, είτε από δύο σωλήνες, τοποθετημένους στα πλευρά του… … Dictionary of Greek
Κύκλωπας — ο (AM Κύκλωψ, ωπος) 1. ο μονόφθαλμος γίγαντας Πολύφημος, γιος τής νύμφης Θόωσας, που αναφέρεται στην Οδύσσεια 2. στον πληθ. οι Κύκλωπες ονομασία φυλής τερατόμορφων μονόφθαλμων όντων τής αρχαίας μυθολογίας που κατοικούσαν σε νησί τού Αδριατικού… … Dictionary of Greek
άντρακλας — ο άντρας μεγαλόσωμος, σωματώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αντρ (του άντρας) + (μεγεθυντική κατάλ.) ακλας*] … Dictionary of Greek
αλεποκαρχαρίας — ο ή αλεπού τής θάλασσας Ζωολ. κοινή ονομασία τού γένους Alopias (οικογένεια Alopiidae). To γνωστότερο είδος Alopias vulpes (vulpinus) είναι κοσμοπολίτικο και βρίσκεται σ όλους τους ωκεανούς, ιδίως σε τροπικές και υποτροπικές περιοχές. Είναι ένας… … Dictionary of Greek
αρκούδα — Κοινή ονομασία για τα σαρκοφάγα πελματοβάμονα ζώα που αποτελούν την οικογένεια των αρκτιδών. Το σώμα τους είναι ογκώδες, μπορεί να έχει μήκος από 1,40 έως 3 μ. και καλύπτεται από μακρύ και πυκνό, αλλά αδρό τρίχωμα. To κεφάλι τους είναι κατά… … Dictionary of Greek